πρόβοσκος

πρόβοσκος
πρό-βοσκος, , der die Herde hinaus auf die Weide Treibende

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προβοσκός — ό, Α αυτός που βόσκει αντί άλλου το ποίμνιο, βοηθός βοσκού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βοσκός (< βόσκω)] …   Dictionary of Greek

  • προβοσκῶν — προβοσκός assistant herdsman masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”